- διυλιστήριο
- raffinerie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
διυλιστήριο — το βλ. διυλιστήριος … Dictionary of Greek
διυλιστήριο — το βιομηχανικές εγκαταστάσεις όπου γίνεται η διύλιση ενός ακάθαρτου υγρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμμοδιυλιστήριο — το διυλιστήριο που λειτουργεί με άμμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + διυλιστήριο] … Dictionary of Greek
ραφινερί — η, Ν άκλ. διυλιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raffinerie «διυλιστήριο»] … Dictionary of Greek
Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Υπάγεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Υπήνεμων Νήσων (Leeward Islands), στο ανατολικό άκρο της Καραϊβικής θάλασσας.Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.… … Dictionary of Greek
Κανάριοι νήσοι — (Islas Canarias). Νησιωτικό σύμπλεγμα (7.447 τ. χλμ. 1.694.477 κάτ. το 2001) της Ισπανίας στον Ατλαντικό ωκεανό, σε μικρή απόσταση από τις βορειοδυτικές ακτές της Αφρικής. Το σύμπλεγμα απαρτίζεται από επτά κύρια νησιά και αρκετά μικρότερα και… … Dictionary of Greek
διηθητήριο — το ειδική συσκευή για τη διήθηση υγρών, φίλτρο, διυλιστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ευστ. Ι. Πονηρόπουλο] … Dictionary of Greek
διυλιστήριος — ο 1. ο χρήσιμος στη διύλιση 2. το ουδ. ως ουσ. το διυλιστήριο α) το σύνολο τών εγκαταστάσεων στις οποίες γίνεται ο καθαρισμός ή εξευγενισμός διαφόρων ουσιών ή ο διαχωρισμός ουσίας στα προϊόντα της με απόσταξη β) ο διυλιστήρας … Dictionary of Greek
ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek